- μαντεύει
- μαντεύομαιdivinepres ind mp 2nd sgμαντεύωdivinepres ind mp 2nd sgμαντεύωdivinepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άμαντις — ἄμαντις, ι (Μ) [μάντις] 1. αυτός που δεν μαντεύει, δεν έχει μαντική ικανότητα 2. φρ. «ἄμαντις μαντική» μαντική που δεν είναι μαντική, δηλαδή ψεύτικη, παραπλανητική … Dictionary of Greek
γυρόμαντις — γυρόμαντις, ο (Α) αυτός που μαντεύει χρησιμοποιώντας αλεύρι άχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύρις + μάντις] … Dictionary of Greek
εικαστής — εἰκαστής, ο (Α) [εικάζω] 1. αυτός που μαντεύει 2. αυτός που απεικονίζει ή παριστάνει 3. ζωγράφος … Dictionary of Greek
εμπυροσκόπος — ο (AM ἐμπυροσκόπος) αυτός που μαντεύει παρατηρώντας τα έμπυρα … Dictionary of Greek
ενυπνιόμαντις — ἐνυπνιόμαντις, ο (Α) αυτός που μαντεύει, που προφητεύει το μέλλον από τα όνειρα … Dictionary of Greek
ευαγγελιστής — ο, θηλ. ευαγγελίστρια (ΑΜ εὐαγγελιστής, θηλ. εὐαγγελίστρια) [ευαγγελίζομαι] κάθε ένας από τους συγγραφείς τών τεσσάρων ιερών Ευαγγελίων, τα οποία περιέχονται στον κανόνα τής Καινής Διαθήκης (δηλ. οι απόστολοι Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης) … Dictionary of Greek
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
ημερομαντεία — ἡμερομαντεία, ἡ (Α) το να μαντεύει κάποιος από την κατάσταση τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + μαντεία (< μαντεύομαι)] … Dictionary of Greek
ηπατοσκόπος — ἡπατοσκόπος, ον (Α) αυτός που παρατηρεί ή εξετάζει το ήπαρ και μαντεύει από αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηπατο (< ήπαρ*) + σκόπος < σκοπός (πρβλ. οιωνο σκόπος)] … Dictionary of Greek
θυμόμαντις — θυμόμαντις, άντεως, ὁ (Α) αυτός που μαντεύει, που προφητεύει το μέλλον από δική του κρίση, από την ψυχή του, αφ εαυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + μάντις] … Dictionary of Greek